- χρυσόκλυστος
- χρῡσό-κλυστος, ον,A washed with gold, i. e. gilded,
θηρικλείων-κλύστων ζεῦγος Ister 38
;φιάλη IG11(2).161
B13 (Delos, iii B. C.);ποτήριον Phleg.Fr.36.1
J., cf. Nicom.Com.4 (-κλαῦστα (sic) codd.Ath.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.